Παίρνω τη σκυτάλη από τον Νίκο και ξεκινάω από την τελική, πλην ρητορική, ερώτηση του για το αν έχει χαθεί η μπάλα –η αφορμή είναι βεβαίως η υπόθεση Juicero η οποία απασχόλησε όλα τα ΜΜΕ της αγοράς μας (εδώ, εδώ, εδώ και εδώ μπορείτε να βρείτε σχετικά δημοσιεύματα) και όχι μόνο την προηγούμενη εβδομάδα. Παρεμπιπτόντως, και για να μη χάνουμε το ειδησεογραφικό μέρος, μετά την κατακραυγή που ακολούθησε τον καταιγισμό των ΜΜΕ, η εταιρεία προσφέρει στους πελάτες της που αισθάνονται ότι ξόδεψαν άδικα τα 400 δολάρια που κοστίζει η πρέσα της τη δυνατότητα να την επιστρέψουν και να πάρουν τα χρήματά τους πίσω.
Μπράβο της και έχω την εντύπωση ότι η κίνηση αυτή θα εκτιμηθεί πολύ περισσότερο από την προσπάθεια του Τζεφ Νταν, CEO της εταιρείας να εξηγήσει γιατί η πανάκριβη πρέσα της είναι στην πραγματικότητα χρήσιμη –το σχετικό κείμενο δημοσιεύθηκε στο “Medium” και όπως ήταν αναμενόμενο έτυχε του δέοντος σαρκασμού. Όμως επιστρέφοντας στο ερώτημα του εκλεκτού συναδέλφου, προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι η Juicero έκανε ακριβώς ό,τι έπρεπε δεδομένης της εποχής: αν κάποιος έχει χάσει την μπάλα δεν είναι αυτή αλλά η αγορά που τη στήριξε και όλοι εμείς που στηρίζουμε την αγορά που τη στήριξε.
Η ιστορία του ανθρώπου πίσω από την Juicero, όπως τη διαβάζουμε στο κείμενο του “Bloomberg” που ξεκίνησε όλον τον θόρυβο είναι μια από εκείνες τις ιστορίες που μοιάζουν φτιαγμένες για success story: την τελευταία 15ετία, ο Νταγκ Έβανς μπλέκεται με τους χυμούς με διάφορες ιδιότητες, αρχικά με την αλυσίδα καταστημάτων χυμών “Organic Avenue” και στη συνέχεια με την προσπάθεια κατασκευής της διαβόητης πρέσας, συγκρίνοντας τον εαυτό του με τον Στιβ Τζομπς και οραματιζόμενος τη λύση στα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας (κακή διατροφή, παχυσαρκία κ.λπ.). Και υποστηρίζοντας τη λύση αυτή με την ένταση που συνήθως βλέπει κανείς στα άτομα με εμμονές.
Εδώ έρχεται αυτό που ο Εβγκένι Μοροζόφ λέει (και η “Washington Post” επαναλαμβάνει) “τεχνολογικό λυσισμό” (“technological solutionism”), την τάση δηλαδή της αγοράς τεχνολογίας να δίνει απαντήσεις και λύσεις σε ερωτήματα και προβλήματα που δεν έχουν αρθρωθεί –και, θα πρόσθετα, να τις παρουσιάζει σαν μείζονος σημασίας. Ειδικά στην προκειμένη περίπτωση που η “απάντηση” σχετίζεται με την πάγια εμμονή του κόσμου γύρω από την αγορά αυτή με τη νεότητα, την υγεία και τη μακροζωία, δεν είναι να απορεί κανείς που επενδυτές του διαμετρήματος των Kleiner Perkins Caufield & Byers και Alphabet έδωσαν στον κ. Έβανς χρήματα. Ούτε ότι ένας πρώτην πρόεδρος της Coca-Cola (ο προαναφερθείς Τζεφ Νταν), μιας εταιρείας που υποτίθεται ότι ξέρει καλύτερα από τον καθένα πώς να πουλάει ένα άχρηστο υγρό επενδύοντάς το με ένα όνειρο, δέχθηκε να γίνει επικεφαλής της εταιρείας του.
Η Juicero και ο εμπνευστής της, κινήθηκαν ακριβώς όπως θέλει η αγορά της τεχνολογίας. Και το αστείο είναι ότι παρά τον θόρυβο των τελευταίων ημερών, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να παραμείνει εντός του παιχνιδιού απλώς αλλάζοντας το κοινό της: στο ρεπορτάζ του “Bloomberg” αναφέρεται ότι το κόστος που είναι εξαιρετικά υψηλό για τους ιδιώτες μπορεί να είναι πολύ πιο αντιμετωπίσιμο από τους επαγγελματίες στους οποίους η πρέσα ίσως φανεί χρήσιμη από πλευράς ταχύτητας και κούρασης του υπαλλήλου που ετοιμάζει τον χυμό. Το θέμα όμως δεν είναι η Juicero. Είναι το σύστημα αξιών της κοινωνίας μας το οποίο είναι πλέον τόσο χαλαρό ώστε να μην μπορεί να αναγνωρίσει τι είναι σημαντικό και τι δεν είναι –η Σίλικον Βάλεϊ δεν είναι παρά ένα κομμάτι της κοινωνίας αυτής, από μια άποψη, ένα από τα πιο ευπαθή και σίγουρα ένα από τα πιο ευάλωτα σε εκμετάλλευση.
Σχόλια