Υπάρχει κάτι μαγικό στις παγωμένες νύχτες του Χειμώνα. Κάτι μυστηριακό, που καμία καλοκαιρινή νύχτα δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει. Όχι πως οι φεγγαρόλουστες, ζεστές βραδιές, σε κάποια παραλία, κάτω από τα αστέρια, με μουσική, ποτά, παρέα (ή και χωρίς όλα αυτά) δεν έχουν κάτι αισθησιακό κι εκείνες. Το κάθε άλλο. Όμως, όσο χαλαρές ή έντονα ερωτικές κι αν είναι, δεν θα έχουν ποτέ την ευθύτητα, την αμεσότητα, την σκληρή ομορφιά του παγωμένου αγγίγματος μιας ξάστερης νύχτας του Δεκέμβρη.
Αυτό το άγγιγμα ήταν που είχε ζωγραφίσει κι απόψε το χαμόγελο στο πρόσωπό της. Αυτό που την είχε τραβήξει ξανά εδώ, έξω, ανάμεσα στα γυμνά δέντρα, κάτω από τ' άστρα. Βαδίζοντας αργά στο παγωμένο πλακόστρωτο, αισθανόταν τα δάχτυλα των ποδιών της παγωμένα μέσα από τις δερμάτινες μπότες, αλλά δεν την πείραζε. Ταίριαζε με την αίσθηση στην άκρη της μύτης και των αυτιών της, σε κάθε της βήμα ένιωθε σαν συνέχεια της παγωμένης γης, σαν ένα αργό, μακρόσυρτο κύμα στην επιφάνειά της.
Προσπέρασε έναν γυμνό πλάτανο που έδειχνε να μην νοιάζεται καθόλου για όλα αυτά, αλλά εκείνη ήξερε ότι ένιωθε το ίδιο. Με τις παγωμένες ρίζες και τα κλαδιά του, αν και στατικός στον χώρο, ήταν κι εκείνος ένα κύμα μέσα στο χρόνο, μια παλλόμενη στο ρυθμό των εποχών προέκταση της γης.
Έρχονταν κάθε βράδι εδώ, αρκετό καιρό τώρα. Ένας ασυνήθιστος συνδυασμός έντονων βαρομετρικών χαμηλών σε ολόκληρη την Ευρώπη είχε ακούσει να λένε, αλλά εκείνη το μόνο που ήξερε ήταν ότι την εδώ και πολλές μέρες το θερμόμετρο ήταν σταθερά κάτω από το μηδέν και οι νύχτες ολοζώντανες.
Περνώντας ανάμεσα από δυο ψηλούς, καλοκουρεμένους θάμνους, είδε στο βάθος τα παράθυρα των κτιρίων δίπλα στο δρόμο. Ήταν αρκετά κοντά για να βλέπει τις κουρτίνες να τραβιούνται λίγο πριν κλείσουν και τα τελευταία φώτα, αλλά αρκετά μακριά για να μην ακούει τίποτα ιδιαίτερο από εκεί, εκτός ίσως από το κλείσιμο κάποιας πόρτας από τα τελευταία μαγαζιά που έκλειναν ή κάποιο μακρινό αυτοκίνητο που έτρεχε βιαστικά να μπει στο ζεστό γκαράζ του.
Το αγαπούσε αυτό το παρκάκι. Δεν ζούσε πολύ καιρό εδώ αλλά ένιωθε σαν να το ήξερε για χρόνια. Θα μπορούσε να πει ότι ένιωθε πιο άνετα εδώ από ότι στο μικρό της διαμέρισμα που νοίκιαζε στο κέντρο της μικρής επαρχιακής πόλης. Και δεν ήταν τυχαίο αυτό.
Είχε σκόπιμα αφήσει το διαμερισματάκι της σχεδόν γυμνό από έπιπλα. Είχε μόνο ένα κρεβάτι, ένα τραπεζάκι και μία καρέκλα. Δεν είχε ούτε τηλεόραση, ούτε υπολογιστή, μόνο ένα ραδιόφωνο που της είχε αφήσει κληρονομιά ο προηγούμενος ενοικιαστής. Δεν το είχε ανοίξει ποτέ.
Στους τοίχους είχε μόνο τους διακόπτες για τα φώτα και τις πρίζες. Ούτε κάδρα, ούτε φωτογραφίες, τα απεχθάνονταν. Μοναδική διακόσμηση ένα κλαδί έλατου που είχε κολλήσει στον τοίχο, αντί για δέντρο. Το είχε πάρει από τα σκουπίδια ενός μαγαζιού που περιποιόταν τα έλατα που θα πούλαγε για τα Χριστούγεννα. Για εκείνη, ένα κλαδί ήταν αρκετό για το άδειο της σπίτι. Αντί για στολίδια, είχε κόψει στρογγυλά πρόσωπα από παλιά περιοδικά και τα είχε καρφώσει ανάκατα πάνω στις ελατοβελόνες. Οι άνθρωποι δεν είναι εκείνοι που δίνουν νόημα στις γιορτές άλλωστε;
Στο μικρό κουζινάκι, είχε μόνο ένα μικρό ηλεκτρικό μάτι για να ζεσταίνει νερό για τον καφέ της, που ήταν ίσως το πιο σημαντικό αντικείμενο στο σπίτι, μετά το βαζάκι με τον ίδιο τον καφέ. Δεν είχε ούτε καν ψυγείο. Ήταν άλλη μια τεχνητή έλλειψη που είχε επιβάλλει στον εαυτό της, ώστε να μην έχει καμία δικαιολογία να μένει εκεί περισσότερο από τις ώρες που κοιμόταν ή χρησιμοποιούσε το μπάνιο. Ακόμα και τα λιγοστά της βιβλία, τα έπαιρνε μαζί της για να τα διαβάζει έξω, στην πλατεία, στα παγκάκια, κάτω στο χώμα... Είχε αποφασίσει, σε αυτή την πόλη, δεν θα είχε φωλιά. Τουλάχιστον όχι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους.
Εδώ, κάτω από τον ξάστερο ουρανό, ανάμεσα στα δέντρα, ήταν ελεύθερη. Μακριά από οθόνες, πλήκτρα, φωνές, κουδουνίσματα. Μακριά από γράμματα, σύμβολα, αριθμούς.
Κάθησε στο παγκάκι που ξεκουράζονταν κάθε βράδι. Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες του παλτού της, έγειρε πίσω και κοίταξε ψηλά, στα αστέρια. Πήρε με τη σειρά όλα τα μικρά, χαρούμενα φωτάκια που ήξερε με το όνομά τους και τα χαιρέτησε νοερά για άλλη μια φορά. Κι εκείνα, της έκλεισαν ξανά το μάτι για απάντηση. Ή απλά τρεμόπαιξαν, όπως κάνουν άλλωστε συνήθως τα αστέρια.
Έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες, έτριψε λίγο της παλάμες της και χάιδεψε το πρόσωπο και τα αυτιά της. Το ζεστό άγγιγμα, η αντίθεση, έκανε περισσότερο έντονη την αίσθηση του κρύου. Της άρεσε όλο και πιο πολύ αυτό. Ας κρατούσε κι άλλο αυτή η παγωνιά.
Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα καλάθι σκουπιδιών, δίπλα σε ένα δέντρο, απέναντι από το παγκάκι. Ήταν στην ίδια θέση όπως και τις άλλες νύχτες, αλλά είχε κάτι διαφορετικό γι αυτό και το πρόσεξε: "Original 21", είχε γράψει κάποιος με κίτρινο σπρέι. Σίγουρα κάποια στιγμή χθες τα ξημερώματα, ίσως λίγο μετά αφότου εκείνη είχε φύγει, δεν είχε τίποτα γραμμένο χθες. Ταίριαζε μια χαρά με φόντο το μαύρο καλάθι, αλλά της φάνηκε παράξενο που βρέθηκε οπαδός της ΑΕΚ τόσο βόρεια. Κάποιος περαστικός ίσως... αλλά και πάλι, πόσο παράξενο, τι σύμπτωση...
Έβαλε ξανά τα χέρια στις τσέπες της, αλλά όχι για να τα ζεστάνει αυτή τη φορά. Το δεξί της χέρι άγγιξε ένα μικρό πραγματάκι. Το είχε πάντα μαζί της αν και σπάνια το χρησιμοποιούσε. Πέρασε τα δάχτυλά της πάνω του και αισθάνθηκε το σχήμα του, τις μικρές ανωμαλίες στην επιφάνειά του. Μια μικρή εσοχή στη μία του πλευρά, δύο στην άλλη, τρείς στην επόμενη..., έξι στην τελευταία. Είκοσι μία μικρές εσοχές, είκοσι μία μικρές τελίτσες που κρατούσαν μέσα τους τα επόμενα λεπτά της ζωής της.
Έβγαλε το χέρι της και έριξε το μεγάλο κοκκάλινο ζάρι στο πλακόστρωτο. Ο κόσμος σταμάτησε για λίγο τη δουλειά του για να της πει τι θα έκανε στη συνέχεια... αν θα πήγαινε προς την έξοδο ή αν θα κρατούσε κι άλλο το μικρό της φλερτ με τη νύχτα.
Το ζάρι κύλησε για λίγο πάνω στις πλάκες, στολίζοντας με τον παράξενο ήχο του την ησυχία. Μετά σταμάτησε. Το σήκωσε, χαμογέλασε και συνέχισε στο μονοπάτι ακριβώς απέναντι. Ήταν η πρώτη φορά που το ζάρι την έστελνε από εκεί μετά από τόσες μέρες... Γιατί σήμερα; Ένα ίσιο μονοπάτι με συγκεκριμένο προορισμό. Το περπάτησε γοργά.
Στάθηκε απέναντι από τη μικρή λίμνη με τις πάπιες. Αν και οι πάπιες δεν φαίνονταν πουθενά, ήξερε ότι ήταν κάπου εκεί, κουρνιασμένες ανάμεσα στα χόρτα, δίπλα στις παγωμένες όχθες. Δεν τις ένοιαζε ιδιαίτερα το κρύο, κι αυτό όχι επειδή τα πούπουλά τους ήταν πυκνά και ζεστά αλλά απλά επειδή ήταν πάπιες και δεν το σκέφτονταν καθόλου. Απλά ζούσαν.
Κι εκείνη, απλά ζούσε εδώ και μερικούς μήνες στην μικρή ετούτη πόλη. Όχι επειδή δεν είχε κάτι να σκεφτεί ή να κάνει, αλλά απλά επειδή έτσι το είχε θελήσει, επειδή αυτό είχε ανάγκη να κάνει. Μακριά από τη δουλειά της, να μην σκέφτεται, να μην σχεδιάζει, να μην προγραμματίζει... να μη θυμάται τίποτα.
Πέρασε πάνω από τα ξύλινα κάγκελα και πήγε δίπλα στη λίμνη. Οι μπότες της άγγιξαν την άκρη της όχθης και άκουσε το τρίξιμο του πάγου κάτω από τις σόλες της. Δεν ήταν ολόκληρη η λίμνη παγωμένη, στο κέντρο ήταν ακόμα υγρή και σκοτεινή. Έκανε μερικά βήματα πάνω στον πάγο και στάθηκε.
Από την αριστερή της τσέπη έβγαλε ένα άλλο αντικείμενο. Το έφερε αργά μπροστά της και το περιεργάστηκε. Το λιγοστό φως που έφτανε ως εδώ από τα φώτα του πάρκου ήταν αρκετό για να δει καθαρά τη φιγούρα που κρατούσε. Θυμόταν άλλωστε καλά το πρόσωπό του, το χρώμα των μαλλιών του, το χαμόγελό του, τα περίεργα ρούχα που φορούσε. Πως μπορούσε να τα ξεχάσει;
Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν ο παγωμένος αέρας ή κάτι άλλο που έκαναν τα μάτια της να υγρανθούν. Ήταν σίγουρη όμως για το συναίσθημα που την έσπρωξε να κάνει ακόμα μερικά βήματα πάνω στον πάγο, προς το μαύρο κέντρο της λίμνης. Ο πάγος διαμαρτυρήθηκε τρίζοντας επικίνδυνα κάτω από τις μπότες της. Έπρεπε να τελειώσει. Απόψε. Έκανε άλλο ένα βήμα.
Κοίταξε με θολωμένα μάτια το μαύρο νερό και άφησε τα χέρια της να πέσουν. Το τραπουλόχαρτο που κρατούσε, έπεσε κι αυτό πάνω στην επιφάνεια του νερού και ακολούθησε τον απαλό κυματισμό του.
Τον κοίταξε έντονα για μια τελευταία στιγμή, όχι για να κρατήσει την εικόνα στη μνήμη της, αλλά για να την αδειάσει από εκεί.
Δεν χρειαζόνταν πια τον μαύρο βαλέ στη ζωή της, ούτε ως ανάμνηση.
Εικοσι μία παγωμένες νύχτες. Είχε πια τελειώσει.
Blackjack.
Σχόλια