Στην πεντάχρονη διαδρομή της Sony στις mirrorless full frame φωτογραφικές μηχανές έχω την αίσθηση ότι το περυσινό 6μηνο Μαΐου-Οκτωβρίου αποδείχτηκε ιδιαίτερα καθοριστικό στην προσπάθεια της εταιρείας να ανέβει ένα επίπεδο στην εικόνα που έχουν για τα προϊόντα της οι φωτογράφοι και βιντεογράφοι υψηλών απαιτήσεων. Ο λόγος τα δύο προϊόντα που παρουσίασε η εταιρεία στο διάστημα αυτό: αρχικά την Άνοιξη του 17 η α9 και το Φθινόπωρο η α7R III. Η πρώτη μπήκε για τα καλά στα υπόψη φωτογράφων σπορ ή άγριας ζωής, η δεύτερη σε εκείνους που ζητούν μεγάλες αναλύσεις και λεπτομέρεια στην εικόνα.
Διόλου τυχαία τα δύο προϊόντα μοιράζονται κάποια κοινά στοιχεία. Και αν η πρώτη σημάδεψε το ξεκίνημα μιας νέας σειράς για την εταιρεία, η δεύτερη ήρθε να διαδεχτεί μετά από δύο χρόνια, την Sony α7R II, που είχε παρουσιαστεί (επίσης Φθινόπωρο) το 2015. Διατηρώντας την μεγάλη ανάλυση (42MP) διαθέτοντας ωστόσο σημαντικές βελτιώσεις πρωτίστως στην ταχύτητα, το σύστημα αυτόματης εστίασης και την αυτονομία και δευτερευόντως (ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός) την εργονομία και την κατασκευή της. Ας ξεκινήσουμε αντίστροφα, από τα τελευταία…
Μεγαλύτερη λαβή, καλύτερη αίσθηση
Στα βασικά σημεία της η Sony α7R III δεν διαφοροποιείται με τα προηγούμενα μοντέλα της εταιρείας. Όμως μερικές μικρές πινελιές που πρόσθεσε η ιαπωνική εταιρεία δείχνουν να είναι αρκετά καθοριστικές για να βελτιώσουν περαιτέρω την αίσθηση που σου αφήνει η συγκεκριμένη φωτογραφική μηχανή. Η βασικότερη εξ’ αυτών είναι η αύξηση στο μέγεθος της λαβής, μία αλλαγή που προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη ισορροπία στο χέρι. Πέραν τούτου η αύξηση αυτή είχε δύο παράπλευρες συνέπειες, θετικές επίσης. Η μία είναι η δυνατότητα χρήσης μιας νέας μπαταρίας, σε σχέση με αυτή που φοράει η δεύτερη γενιά της α7R, με αποτέλεσμα η α7R III, να έχει σχεδόν διπλάσια αυτονομία σε αριθμό λήψεων. Η άλλη είναι η προσθήκη μιας δεύτερης υποδοχής microSD, παρέχοντας μεγαλύτερη ευελιξία στο φωτογράφο (αξίζει βέβαια να αναφέρουμε ότι μόνο η μία εκ των δύο υποστηρίζει τις κάρτες –XC II- με ταχύτερη εγγραφή δεδομένων).
Θετικό στοιχείο είναι επίσης και η μικρή αύξηση του βάρους (που εν μέρει μπορεί να οφείλεται και στα παραπάνω), στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για εκείνους που ζητούν μια πιο στιβαρή κατασκευή στο χέρι τους.
Στη βελτίωση της εργονομίας και της λειτουργικότητας της α7R III συμβάλλουν επίσης στοιχεία, όπως η μετατόπιση του πλήκτρου εγγραφής video δίπλα στο σκόπευτρο (από το πλάι του σώματος που ήταν στην προηγούμενη γενιά), η αύξηση του μεγέθους των περιστροφικών επιλογέων, το joystick για την επιλογή σημείου εστίασης, τα ξεχωριστά πλήκτρα AF-On και AF Lock, η οθόνη αφής πλέον, η βελτίωση της ανάλυσης του ηλεκτρονικού σκόπευτρου, που έχει επίσης δυνατότητα ρύθμισης ανάμεσα σε μέγιστη ποιότητα και ανανέωση (το δεύτερο χρήσιμο για φωτογράφιση κινούμενων αντικειμένων) κ.α.
Πιο γρήγορη σε όλα
Όπως αναφέραμε προηγουμένως η τελευταία α7R III δεν διαφοροποιείται σε επίπεδο ανάλυσης με την προκάτοχό της. Όμως βελτιώνεται σε πολλά επιμέρους σημεία, ξεφεύγει από αρκετούς περιορισμούς της προηγούμενης γενιάς, με αποτέλεσμα να προσφέρει μια εξαιρετικά αναβαθμισμένη εμπειρία στο φωτογράφο. Συνολικά, η ποιότητα της εικόνας η Sony α7R III που παράγει είναι εντυπωσιακή, τα χρώματα ζωντανά και ακριβή, ενώ εξαιρετικό είναι και το δυναμικό εύρος τους, που φθάνει έως και τα 15 στοπ. Ας δούμε ένα, ένα κάποια από τα πιο σημαντικά στοιχεία στα οποία έχει βελτιωθεί η νέα πρόταση της ιαπωνικής εταιρείας.
Ξεκινώντας από τη νέα αρχιτεκτονική (backside illumination) στον αισθητήρα, που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της φωτοευαίσθητης επιφάνειας κάθε pixel ξεχωριστά, με αποτέλεσμα να προσφέρει καλύτερη εικόνα σε όλο το εύρος των ISO. Ιδιαίτερα στα μεγάλα ISO το αποτέλεσμα είναι ακόμα καλύτερο, αφού τα βελτιωμένα ηλεκτρονικά έχουν ως συνέπεια να παράγεται μικρότερος θόρυβος.
Τα 399 σημεία αυτόματης εστίασης καλύπτουν, σύμφωνα με τη Sony, το 68% του πλάτους του καρέ, όμως αυτό που συνιστά σημαντική αναβάθμιση είναι τα 425 σημεία αυτόματης εστίασης με εντοπισμό αντίθεσης, προσφέροντας μεγαλύτερη ακρίβεια. Μάλιστα, η αναβάθμιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού ο χρόνος εστίασης να είναι δύο φορές ταχύτερος από την προηγούμενη γενιά. Για τους φωτογράφους πορτρέτου είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η λειτουργία αυτόματης εστίασης στα μάτια, η οποία επίσης είναι βελτιωμένη, αφού καταφέρνει να παρακολουθεί το μάτι ακόμα και αν το αντικείμενο της λήψης είναι κινούμενο ή ανεξάρτητα από τη γωνία λήψης προς το φακό ή ακόμα και σε χαμηλού φωτισμού περιβάλλοντα.
Η ταχύτητα είναι ένα στοιχείο που έχει συνολικά αναβαθμιστεί στην Sony α7R III. Αυτό ισχύει και στην επεξεργασία των δεδομένων (στοιχείο απαραίτητο όταν μιλάμε για αρχεία με πολύ μεγάλο όγκο, ειδικά τα RAW), όπως επίσης και στην ταχύτητα λήψης, η οποία από τα 5 καρέ το δευτερόλεπτο έχει ανέβει στα 10 καρέ. Μάλιστα, η ριπή μπορεί να διαρκέσει αρκετά δευτερόλεπτα, προσφέροντας περισσότερα από 70 συνεχόμενες λήψεις.
Αφήσαμε για το τέλος τη λειτουργία Pixel Shift, ένα χαρακτηριστικό χρήσιμο για εκείνους που ζητούν ακόμα μεγαλύτερη λεπτομέρεια και ακρίβεια χρώματος κατά τη φωτογράφιση στατικών αντικειμένων ή εσωτερικών χώρων. Με το Pixel shift ο αισθητήρας της Sony α7R III κατά τη διάρκεια λήψης τεσσάρων καρέ, μετατοπίζεται κατά ένα pixel. Η αυτόματη σύνθεση αυτών των τεσσάρων λήψεων έχει ως αποτέλεσμα μία εικόνα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Οι περιορισμοί σ’ αυτήν την περίπτωση είναι, όπως ίσως γίνεται αντιληπτό, η χρήση τριπόδου και η διάρκεια λήψης (1 δευτερόλεπτο).
Όμως η Sony α7R III δεν απευθύνεται μόνο στους φωτογράφους υψηλών απαιτήσεων αλλά και στους βιντεογράφους, χάρη στη δυνατότητα εγγραφής 4Κ video που προκύπτει από υπερδειγματοληψία από 5Κ, με υψηλή λεπτομέρεια, μεγάλο δυναμικό εύρος και διευρυμένη γκάμα χρωμάτων. Χάρη στο νέο προφίλ εικόνας HLG υποστηρίζεται η άμεση ροή εργασίας HDR, αποτέλεσμα να παράγεται ρεαλιστική εικόνα, περιορίζοντας την υπερέκθεση των φωτεινών τόνων και την υποέκθεση των σκιών.
Το συμπέρασμα;
Όπως ανέφερα και στον πρόλογο πιστεύω ότι η Sony α7R III είναι ένα ξεχωριστό μοντέλο της ιαπωνικής εταιρείας. Αυτό από μόνο του δίνει και μια γενική απάντηση για τις εντυπώσεις που αφήνει η συγκεκριμένη μηχανή. Ναι, τα 3.300 ευρώ που κοστίζει δεν βγαίνουν εύκολα από την τσέπη, όμως έτσι κι αλλιώς δεν είναι ένα προϊόν που απευθύνεται στο μέσο καταναλωτή. Απευθύνεται σε επαγγελματίες παραγωγούς περιεχομένου (φωτογράφους και βιντεογράφους) ή ερασιτέχνες-εραστές της εικόνας που έχουν υψηλές απαιτήσεις από τον εξοπλισμό τους. Άρα έχουν και τη διάθεση να επενδύσουν έτσι ώστε να πάρουν πίσω καλύτερο αποτέλεσμα.
Σχόλια