Είμαι μάλλον από τους τελευταίους που θα υπερασπιστούν το σύνολο των “ειδησεογραφικών” sites που έχουν ξεπηδήσει τα τελευταία πέντε χρόνια: η συντριπτική πλειονότητα των σκουπιδιών που κυκλοφορούν στα social media (και στο μέτρο που αυτά αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, στο μυαλό ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας) προέρχεται από τα sites αυτά, άλλοτε για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων και άλλοτε εξαιτίας αγνής, ανόθευτης ανοησίας και άγνοιας. Συνεπώς, κάθε συζήτηση για κάποιας μορφής έλεγχο των sites αυτών καταφέρνει και χτυπάει κατευθείαν σε μια μάλλον ευαίσθητη και συμπαθούσα πλευρά του νου μου.
Από την άλλη έχω ζήσει στην Ελλάδα αρκετά ώστε να έχω μια σχετικά καλή αίσθηση του τρόπου με τον οποίο καταρτίζονται οι νόμοι και, ακόμα περισσότερο, της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής τους. Ειδικά δε τα τελευταία χρόνια και με δεδομένο το ευρύτερο ξεχαρβάλωμα τόσο των υπαρχόντων θεσμών όσο και των όποιων ατομικών περιορισμών οφείλει να έχει κάθε πολίτης ενός έστω και στοιχειωδώς πολιτισμένου κράτους, μια συζήτηση που αναφέρεται στη ρύθμιση του Δικτύου με κάνει και αισθάνομαι ιδιαίτερη ανασφάλεια τόσο ως προς το γράμμα της, όσο και ως το πνεύμα (της σύλληψης και της εφαρμογής) της.
Διαβάζω λοιπόν το νομοσχέδιο με τίτλο “Εθνική Επικοινωνιακή Πολιτική, Οργάνωση της Επικοινωνιακής Διπλωματίας και Σύσταση Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας και Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης” η δημόσια διαβούλευση του οποίου ολοκληρώθηκε και η ψήφιση του οποίου αναμένεται το καλοκαίρι και προσπαθώ να καταλάβω αν πρέπει να χαρώ ή να ανησυχήσω. Και με δεδομένα τα παραπάνω αλλά και ορισμένα σχόλια του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης Λευτέρη Κρέτσου στο advertising.gr τείνω προς το δεύτερο.
Όλοι αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα κάποιου ελέγχου όταν πρόκειται για την παροχή κρατικής διαφήμισης –αν και τι σημαίνει “κρατική διαφήμιση” στα χρόνια της κρίσης είναι βεβαίως μια άλλη συζήτηση. Όμως ομολογώ ότι η αναφορά σε “απειλές ανθρώπων, επιχειρηματιών και πολιτικών” και στο πώς αυτό θα πρέπει να είναι κριτήριο ποιοτικού ελέγχου, αφήνει πολλά περιθώρια για παρερμηνείες και, πολύ περισσότερο, κατάχρηση στην εφαρμογή. Όχι επειδή δεν υπάρχουν περιπτώσεις που όντως ένα Μέσο, ηλεκτρονικό ή μη, χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να εκβιάσει ανθρώπους και καταστάσεις. Αλλά επειδή έχουμε δει αρκετές φορές –και όχι μόνο στην Ελλάδα- την κανονική δημοσιογραφία να παρουσιάζεται σαν “εκβιασμός” ή σαν “απειλή”.
Σε μια οργανωμένη κοινωνία τα παραπάνω θα ήταν λυμένα: η αποκάλυψη, φερειπείν ενός οικονομικού ή πολιτικού σκανδάλου θα αντιμετωπιζόταν σαν “μαχόμενη δημοσιογραφία” και θα επιβραβευόταν τόσο από την κοινωνία όσο και από την επιχειρηματική κοινότητα ή από το κράτος γιατί θα θεωρούταν καθοριστική για τη βελτίωσή τους. Αντίθετα, στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται σαν... ξεκαθάρισμα λογαριασμών –και δικαίως γιατί πολύ συχνά είναι. Πώς μπορεί λοιπόν να δει χωρίς επιφύλαξη κάθε απόπειρα ελέγχου των Μέσων εκ μέρους της κυβέρνησης; Ο κ. Κρέτσος υποστηρίζει ότι “δεν παρεμβαίνει στο περιεχόμενο” όμως πόσοι κοιμούνται ήσυχοι με τη δήλωση αυτή;
Σχόλια