Το τέλος της χρονιάς προσφέρεται για απολογιστικές σκέψεις (και τη μεταφορά τους σε κείμενα) όμως ακόμα και αν δεν το υπέβαλε η εποχή, το 2016 σίγουρα μας έφερε πολλά πράγματα για τα οποία αξίζει να προβληματιστούμε. Ένα από τα σημαντικότερα –αν όχι ΤΟ σημαντικότερο- για την αγορά της τεχνολογίας είναι αυτό που επεσήμανε στο “New Yorker” ο Ομ Μαλίκ, που αργότερα αποπειράθηκε να παρουσιάσει σαν ευκαιρία η επενδύτρια Κάθριν Μπόιλ στο “Techcrunch” και που έθεσε σε ευρύτερη βάση (και με στόχο τους θεωρητικούς της διοίκησης επιχειρήσεων γενικότερα) ο “Economist”.
Η διατύπωση του “New Yorker” μου αρέσει περισσότερο οπότε θα μείνω σ’ αυτή: πρόκειται για το “κενό συμπάθειας” (“empathy vacuum”) της Σίλικον Βάλεϊ, την αδυναμία δηλαδή των ανθρώπων της συγκεκριμένης βιομηχανίας να αντιληφθούν τον κόσμο πέρα από το στενό περιθώριο του περιβάλλοντός τους, παρότι η βασική ιδέα στην οποία στηρίχτηκε η ύπαρξη της βιομηχανίας αυτής είναι αυτή της παγκοσμιοποίησης, του ανοίγματος προς όλες τις κατευθύνσεις και της συμμετοχής όλο και περισσότερων ανθρώπων. Μ’ άλλα λόγια οι εταιρείες της αγοράς μας, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακριβώς σε ποιους απευθύνονται και, ακόμα σημαντικότερο, τι συμβαίνει με αυτούς στους οποίους δεν απευθύνονται.
Η εξέλιξη των αμερικανικών εκλογών –και η ιστορία με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων που τη συνόδευσε- ήταν το πιο γλαφυρό παράδειγμα αυτού του φαινομένου: μια μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας αισθάνεται (και δικαίως) ότι η εποχή την αφήνει πίσω και είδε στο πρόσωπο ενός λαϊκιστή την ελπίδα αν όχι για επιστροφή στο παρελθόν, τουλάχιστον την επιβράδυνση της έλευσης του μέλλοντος. Και παρότι το μέλλον έρχεται ό,τι και αν κάνουμε, είναι ευθύνη της πιο δυναμικής βιομηχανίας από αυτές που το καθοδηγούν να αντιληφθεί πρωτίστως την ύπαρξη και στη συνέχεια το πρόβλημα αυτών των ανθρώπων.
Ο κόσμος της Σίλικον Βάλεϊ –των εταιρειών και των πελατών τους- είναι ένα υποσύνολο του κόσμου στον οποίο ζούμε –ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες χώρες, υπάρχουν μεγάλες μερίδες του πληθυσμού για τις οποίες είτε τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της Google, της Facebook, της Twitter, της Amazon παραμένουν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας είτε, αν χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιούνται με τον πλέον επιφανειακό τρόπο και, άρα, αντί να προάγουν τη γνώση και την επικοινωνία προάγουν το αντίθετό τους. Οι εταιρείες μας δεν έχουν κάνει τον κόσμο να επικοινωνεί –έχουν κάνει τον κόσμο που ούτως ή άλλως επικοινωνούσε, να επικοινωνεί καλύτερα.
Όσο αγνοούμε τους άλλους –και έχουμε πολλές δικαιολογίες να το κάνουμε, κάποιες θεμιτές, κάποιες όχι και τόσο- ενισχύουμε τη φούσκα, τη δική μας και αυτή των εταιρειών της αγοράς που μας εξυπηρετεί. Και ξεχνάμε ότι έξω από αυτή τη φούσκα ζουν πολύ περισσότερα εκατομμύρια από όσα ζουν εντός: από τις “Μανούλες” και τους alt.right ως τους άνεργους εργάτες –στο Πέραμα ή στη “Ζώνη της Σκουριάς”. Όσο η αγορά μας εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο κόσμος τον οποίο θέλει να κάνει καλύτερο αποτελείται μόνο από αυτούς που πιάνουν τα αστεία στο “Silicon Valley”, θα ακολουθήσουν κι άλλες χρονιές όπως το 2016 και ενδεχομένως με πολύ πιο δραματικές συνέπειες.
Σχόλια