“Αν δεν θα το κάνατε στον πραγματικό κόσμο, μην το κάνετε online” είναι μια από τις συμβουλές που δίνει το άρθρο των “New York Times” με τίτλο “Πώς να διαχειριστείτε τα όρια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε μια σχέση” (“How to Navigate Social Media Boundaries in a Relationship”) και η αλήθεια είναι ότι ακούγεται αυτονόητο –από την άλλη, για πόσα πράγματα λέμε ότι είναι αυτονόητα ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι;
Σε περίπτωση που δεν είναι κατανοητό από τον τίτλο, το άρθρο πραγματεύεται τον τρόπο που η συμπεριφορά μας στα social media επηρεάζει τις προσωπικές μας σχέσεις –και μόνο το γεγονός ότι μια μεγάλη (και δη μάλλον συντηρητική από πολλές απόψεις) εφημερίδα δημοσιεύει ένα τέτοιο άρθρο και ακόμα περισσότερο ότι η συντάκτης του είναι σεξουαλική θεραπεύτρια, εικονογραφεί πολύ γλαφυρά την επίδραση που έχει αυτή η πλευρά του Ίντερνετ ακόμα και στις πιο ιδιαίτερες σχέσεις μας.
Βεβαίως αυτό είναι κάτι που το ξέραμε –ή εν πάση περιπτώσει, που το υποπτευόμαστε. Αυτό που είναι πραγματικά άξιο λόγου είναι αυτό που έγραψα παραπάνω: ότι δηλαδή οι συμβουλές που δίνει η κ. Μάριν, δε θα έπρεπε να χρειάζεται να υπογράφονται από κάποιον εντός ή εκτός εισαγωγικών “ειδικό”. Πράγματα όπως “μην ανεβάζετε εικόνες, κείμενα ή σχόλια στα οποία έχει γνώμη και ο/η σύντροφός σας χωρίς να τον/την ρωτήσετε” ή “μην τσεκάρετε το feed σας αμέσως μετά το σεξ ή κατά τη διάρκεια του φαγητού” ή “μην τσεκάρετε το τηλέφωνο/τον υπολογιστή του/της συντρόφου σας για να δείτε τι κάνει online” θα έπρεπε να τα ξέρουν όλοι οι ενήλικες.
Και πιθανότατα τα ξέρουν! Για κάποιον περίεργο λόγο όμως, δε θεωρούν ότι επεκτείνονται και online. Και το φαινόμενο δεν είναι τωρινό: όταν το Δίκτυο άρχιζε να ανοίγει στο ευρύ κοινό και να εποικίζεται από ανθρώπους που δεν είχαν μεγαλώσει με την κουλτούρα του, η έλλειψη “καλών τρόπων” οδήγησε στην κατάρτιση μιας σειράς κανόνων που έμπαιναν κάτω από τη γενική ονομασία “Νέτικετ” (“Netiquette”) Μια ματιά στους κανόνες αυτούς δείχνει ότι αφενός πολλοί είναι ακριβώς οι ίδιοι με αυτούς που περιλαμβάνει το άρθρο των “New York Times” και αφετέρου σχεδόν όλοι είναι επίσης “αυτονόητοι”.
Ποιος είναι ο “περίεργος λόγος”; Προσωπικά πιστεύω ότι άσχετα από το πόσες ώρες έχουμε περάσει online και άσχετα από το πόσο έχουμε ταυτίσει τη συμπεριφορά μας στο Δίκτυο με τη συμπεριφορά μας έξω από αυτό, υπάρχει μέσα μας κάτι που διαχωρίζει τον έναν κόσμο από τον άλλον –μ’ άλλα λόγια, ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί εξ ημών, ξέρουμε ότι αυτό που βλέπουμε στην οθόνη μας απέχει από αυτό που καταλαβαίνουμε ως “πραγματικότητα”. Συνεπώς δε θεωρούμε ότι αυτό που “συμβαίνει” στην πρώτη επηρεάζει αυτό που συμβαίνει στη δεύτερη.
Το πρόβλημα είναι ότι παρότι θεμελιωδώς έχουμε δίκιο, η αλληλεπίδραση υπάρχει. Όπως επίσης λέει η κ. Μάριν, αυτά που συμβαίνουν ονλάιν προκαλούν πραγματικά συναισθήματα και τα συναισθήματα αυτά είναι σημαντικά –ειδικά δε όταν πρόκειται για την προσωπική μας ζωή, έναν τομέα ούτως ή άλλως φορτισμένο συναισθηματικά, τα πράγματα μπορούν να φτάσουν στα άκρα! Χρειάζεται όντως να φτάσει κανείς σε σημείο να επισκεφθεί κάποιον ειδικό; Φαντάζομαι εξαρτάται από τον καθένα όμως από τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που τους επισκέπτονται με αφορμή τη σχέση τους με την ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζουν, γιατί όχι και για τα σόσιαλ προβλήματά τους; Άλλωστε “σόσιαλ” σημαίνει “κοινωνικός”, όχι;
Σχόλια