Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση στο Τόκιο από την πρώτη κιόλας μέρα ήταν η αποτελεσματικότητα του δικτύου τρένων (μετρό, αστικών τρένων επιφάνειας, προαστιακών κ.λπ.) στη μητρόπολη των 35 εκατομμυρίων ανθρώπων. Αν η Wikipedia δεν έχει πέσει έξω (και στο συγκεκριμένο θέμα είναι δύσκολο να πέσει καθώς δε χρειάζεται παρά να προσθέσει γραμμές, σταθμούς και εταιρείες), το συγκεκριμένο σύστημα αποτελείται από 48 εταιρείες που διαχειρίζονται 158 γραμμές σε 2210 σταθμούς –στους αριθμούς αυτούς δεν περιλαμβάνονται τα σίνκανσεν, τα γρήγορα υπεραστικά τρένα που συνδέουν πόλεις και νομούς.
Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι οι 48 εταιρείες, δημόσιες και ιδιωτικές, είχαν συμφωνήσει στη χρήση μιας έξυπνης κάρτας (ια την ακρίβεια δύο όμως απολύτως συμβατών μεταξύ τους), των Pasmo και Suica. Οι κάρτες αυτές εκδίδονται αυτόματα από τα μηχανήματα των εισιτηρίων όλων των εταιρειών, κοστίζουν 500 γεν (4 ευρώ) τα οποία μπορεί κανείς να πάρει πίσω αν τις επιστρέψει (οι μόνιμοι κάτοικοι δεν πρόκειται να το κάνουν όμως οι περισσότεροι τουρίστες βρίσκουν τη δυνατότητα αυτή πολύ βολική) και από εκεί και πέρα, τις γεμίζει κανείς με χρήματα και απλώς τις περνάει από τους αισθητήρες στην είσοδο του σταθμού στην αρχή της διαδρομής του και στην έξοδο του σταθμού προορισμού του. Και βεβαίως η οθόνη του αισθητήρα γράφει τι ποσό αφαιρείται (τα εισιτήρια στο Τόκιο δεν έχουν όλα την ίδια τιμή) και τι υπόλοιπο μένει.
Το σύστημα είναι εξαιρετικά χρήσιμο επειδή πριν από αυτό (το 2001 για την Suica και το 2007 για την Pasmo), αν κανείς χρησιμοποιούσε τρένα διαφορετικών εταιρειών (συνηθέστατο φαινόμενο) έπρεπε να βγάζει διαφορετικό εισιτήριο στους σταθμούς μετεπιβίβασης, γεγονός άκρως εκνευριστικό και, κατά περίπτωση, χρονοβόρο. Με τη Suica/Pasmo, ο επιβάτης δε χρειάζεται να ασχοληθεί με τις τιμές των εισιτηρίων και τις (α)συμβατότητες μεταξύ οπερέιτορ: απλώς ακουμπάει την κάρτα του στον αισθητήρα, το εμπόδιο κλείνει, περνάει και πηγαίνει στη δουλειά του. Και πρέπει το πράγμα να είναι τόσο λειτουργικό καθώς πρόκειται για ένα σύστημα που διακινεί καθημερινά 40 εκατομμύρια επιβάτες.
Από την προπαραμονή των Χριστουγέννων που ήρθα στην Ελλάδα, δεν έχω πάψει να ακούω και να διαβάζω δυσμενή σχόλια για το ηλεκτρονικό εισιτήριο –όταν πήγα να βγάλω, συνειδητοποίησα ότι η εμπειρία μου από το Τόκιο δε με είχε κάνει στο ελάχιστο σοφότερο και χρειάστηκε να ρωτήσω κάποιον συνεπιβάτη τι έπρεπε να κάνω (ο υπάλληλος στον σταθμό δεν ήταν καθόλου εξυπηρετικός, δείχνοντας μάλιστα μάλλον ενοχλημένος με την ύπαρξη του νέου εισιτηρίου. Ίσως να είχε βαρεθεί να απαντάει στις ίδιες ερωτήσεις...) Και βεβαίως έμεινα με την απορία η οποία είναι παραλλαγή της ίδιας απορίας που έχω για την Ελλάδα από το 1980, όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στο εξωτερικό: γιατί οι συμπατριώτες μου θέλουν να κάνουν τη ζωή τους δύσκολη;
Επί 17 χρόνια (υπολογίζω από την εποχή της Suica την οποία, συμπτωματικά, έχω κι εγώ) κάθε μέρα, από τις 05:00 ως τις 00:00, ένας πληθυσμός τεσσάρων Ελλάδων, πηγαίνει στη δουλειά του, στο σπίτι του, στη διασκέδασή του ή στις υποχρεώσεις του χρησιμοποιώντας ένα επαναφορτιζόμενο ηλεκτρονικό εισιτήριο –και πάλι αν η Wikipedia δεν κάνει λάθος, στο χρονικό αυτό διάστημα έχουν μετακινηθεί με τον τρόπο αυτόν, 144 δισεκατομμύρια επιβάτες. Τι είναι αυτό που καθιστά τους Αθηναίους τόσο ιδιαίτερους ώστε να μην μπορούν 264.000 από αυτούς (στοιχεία του ΟΑΣΑ για το 2015) να χρησιμοποιήσουν κάτι αντίστοιχο ώστε να μπορέσουν να φτάσουν στον προορισμό τους χωρίς προβλήματα; Και ναι, το ερώτημα είναι ρητορικό...
Σχόλια