Πραγματικά αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν μεγάλοι οργανισμοί με χιλιάδες μέλη, με τεράστιους προϋπολογισμούς, με πρόσβαση σε δεκάδες τομείς της κοινωνίας και με προϊστορία δεκαετιών (και ενίοτε αιώνων) να μην μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Βεβαίως αν όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι οργανισμοί αυτοί είναι κατά βάση συντηρητικοί, ίσως η απάντηση να είναι ότι δεν μπορούν να το συνειδητοποιήσουν, τουλάχιστον όχι εύκολα. Και σίγουρα όχι χωρίς κόστος.
Δύο ειδήσεις των τελευταίων ημερών, και οι δύο σχετικές με το Twitter δείχνουν δύο τέτοιους μεγάλους οργανισμούς –την αστυνομική διεύθυνση της Νέας Υόρκης (το γνωστό σε όσους παρακολουθούν αμερικανική τηλεόραση και κινηματογράφο «NYPD») και την εφημερίδα «Mail on Sunday», την κυριακάτικη έκδοση της βρετανικής εφημερίδας «Daily Mail»- και την αδυναμία τους να διαχειριστούν τον τρόπο που το κοινό πλέον εισπράττει αλλά και επηρεάζει την ενημέρωση.
Η αστυνομική διεύθυνση της Νέας Υόρκης έβαλε τα χέρια της και έβγαλε τα μάτια της μόνη της: ζητώντας από τους χρήστες του microblog να ποστάρουν φωτογραφίες από την επαφή τους με τα μέλη της και να τις χαρακτηρίσουν με το tag #myNYPD, βρέθηκε να εισπράττει δεκάδες χιλιάδες τέτοια ντοκουμέντα –κυρίως από τις συλλήψεις στις συγκεντρώσεις της κίνησης «Occupy Wall Street» αλλά και από πολλά άλλα περιστατικά όπου οι αστυνομικοί επέδειξαν «υπερβάλλοντα ζήλο». Για την ιστορία, το πρώτο 6ωρο τα post γίνονταν με ρυθμό 10.000 ανά ώρα.
Η «Mail on Sunday» την έπαθε κάπως πιο έμμεσα: ένα άρθρο που εξέφραζε αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των συσσιτίων και της παροχής τροφίμων που οργανώνουν διάφοροι φορείς για περισσότερο από ένα εκατομμύριο αναξιοπαθούντες Βρετανούς προκάλεσε την μήνιν των χρηστών του Twitter κατά τόσο της εφημερίδας όσο και των συντακτών του άρθρου.
Και στις δύο περιπτώσεις, η κοινότητα του microblog αγνόησε εντελώς το αρχικό μήνυμα και έστρεψε την προσοχή της σε κάποιες άλλες διαστάσεις του: στην περίπτωση της αστυνομίας στο γεγονός ότι το φιλικό πρόσωπο που θέλει να προβάλλει το NYPD έχει και μια λιγότερο φιλική πλευρά και στην περίπτωση της εφημερίδας στο ότι η ουσία του προβλήματος είναι η ύπαρξη συσσιτίων –και ενός εκατομμυρίου ανθρώπων που τα έχουν ανάγκη. Και παρότι σίγουρα όλοι οι χρήστες του Twitter δε συμμερίζονται τις ίδιες κοινωνικές ευαισθησίες, τις συμμερίζονται αρκετοί ώστε ο θόρυβος που προκαλούν να είναι μεγάλος.
Αν υπάρχει κάποιο επιμύθιο σ’ όλα αυτά, είναι ανάλογο με αυτό που έμαθαν οι εταιρείες λογισμικού τα τελευταία 20 χρόνια: όταν βγάζεις ένα προϊόν σε κοινή θέα, καθένας μπορεί να το αναλύσει και να ανακαλύψει τις αδυναμίες του. Αντίστοιχα, όταν εκθέτεις μια πληροφορία –ή τον εαυτό σου- είναι αδύνατον να ελέγξεις ποιος θα είναι ο θεατής αυτής της έκθεσης και σε ποιο μέρος της θα επιλέξει να εστιάσει. Στην πραγματικότητα οι παραπάνω δύο περιπτώσεις –όπως και οι περιπτώσεις εταιρικών γκαφών με τα social media τις οποίες ακούμε όλο και συχνότερα- είναι συμπτώματα μιας ευρύτερης αλλαγής στο τοπίο της λήψης και επεξεργασίας πληροφοριών –το ερώτημα είναι πότε θα το αντιληφθούν οι πομποί των πληροφοριών αυτών.
Σχόλια