«Πόλλ’ οιδ' αλώπηξ, αλλ’ εχίνος εν μέγα» (Η αλεπού ξέρει πολλά και ο σκαντζόχοιρος ένα, μεγάλο) είχε πει ο Αρχίλοχος (680-640 π.Χ.) και έκτοτε οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έχουν κάνει, προφανώς αυτάρεσκα, σημαία τους την τακτική της αλεπούς: ξέρουν κάτι λίγο για πολλά πράγματα αλλά τίποτα πολύ καλά. Από τη μεριά μας έχουμε δίκιο –χρειάζεται να ξέρεις αρκετά ώστε να μπορείς να αξιολογήσεις αν αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι θέμα ή όχι και να μπορείς να αξιολογήσεις τις πηγές στις οποίες θα καταφύγεις για να σου δώσουν περισσότερα στοιχεία γι αυτό που θα γράψεις. Σε τελική ανάλυση, ούτε γράφουμε επιστημονικά δοκίμια, ούτε κανείς μας πληρώνει για να γράψουμε επιστημονικά δοκίμια –όποιος θέλει να διαβάσει κάτι παραπάνω, θα διαβάσει κάτι πιο βαθύ επί του θέματος, σωστά;
Λάθος, υποστηρίζει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Καρλ Τάρο Γκρίνφελντ στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και περιγράφει κάτι που σίγουρα έχουμε όλοι βιώσει από την εποχή που μπλεχτήκαμε με το Internet και ειδικά τα τελευταία χρόνια με τα social media: για κάποιον ανεξήγητο λόγο, που γίνεται εύκολα εξηγήσιμος αν λάβει κανείς υπόψη την ευκολία πρόσβασης στην πληροφορία και τη φοβία της έκθεσης, όχι απλώς δεν παραδεχόμαστε την άγνοιά μας γύρω από ένα θέμα αλλά πολύ συχνά εκφέρουμε γνώμη για το θέμα το οποίο αγνοούμε σαρώνοντας απλώς τις πρώτες αράδες ενός άρθρου στη Wikipedia ή μερικά tweets από το feed μας.
Ο κ. Γκρίνφελντ είναι πολύ επιεικής στο άρθρο του στους «Τάιμς»: αποδίδει την τακτική αυτή στην έλλειψη χρόνου, το βασικό πρόβλημα των ανθρώπων της εποχής μας και προσθέτει ότι το φαινόμενο της επιφανειακής γνώσης δεν είναι καν νέο αναφέροντας τα «Cliff Notes», το αμερικανικό αντίστοιχο του «Πατάκη» του γυμνασίου (τουλάχιστον του γυμνασίου της εποχής μου). Πάντα θέλαμε τις αναγκαίες πληροφορίες και πάντα προτιμούσαμε τη συμπυκνωμένη (και απλουστευμένη) εκδοχή ενός βιβλίου ή μιας ταινίας και όχι πάντα από φυγοπονία, οπότε τι αλλάζει τώρα;
Τι, αλήθεια; Ίσως ότι πλέον κάνουμε το ίδιο για τα πάντα; Ή ότι αντί για την προσεκτική περίληψη των φιλολόγων του κάθε εκδότη που έφτιαχνε λυσάρια, είμαστε διατεθειμένοι να πάρουμε μια πολύ πιο επιπόλαια και περιορισμένη εικόνα για κάτι, στηρίζοντας την «ενημέρωσή» μας (και, τελικά, την άποψή μας) σε κάτι που απλώς σχολίασε κάποιος με δύο αράδες στο Facebook. Ή ότι πολλοί δημοσιογράφοι αθροίζουν τέτοιες αράδες για να γράψουν «άρθρα» –τα οποία με τη σειρά τους διαβάζονται επιφανειακά από κάποιους για να γράψουν τους δικούς τους 140 χαρακτήρες στο Twitter.
Αναλόγως πώς βλέπει κανείς τα πράγματα, το θέμα μπορεί να είναι κωμικό ή τραγικό∙ προσωπικά επιλέγω την πρώτη εκδοχή καθώς σχεδόν τρεις δεκαετίες στα ΜΜΕ μου έχουν δείξει ότι συχνά (και σε πείσμα των δασκάλων μου στο δημοτικό) η ημιμάθεια είναι καλύτερη από την αμάθεια –αν μη τι άλλο, η πρώτη σου επιτρέπει να μπεις στη διαδικασία να μάθεις και κάτι παραπάνω. Και η πιο πρόχειρη απόδειξη που μπορώ να σκεφτώ είναι το κείμενο που διαβάζετε: την αρχική φράση την ήξερα σαν παλιό αμερικάνικο δημοσιογραφικό «ρητό»∙ αναζητώντας την πατρότητά του, έφτασα στον Αρχίλοχο και στην, ομολογουμένως ωραιότερη, δική του διατύπωση.
Σχόλια