Το 1952, στο Γούντστοκ (*) της Νέας Υόρκης ο συνθέτης Τζον Κέιτζ (1912-1992) έκανε το πιο επαναστατικό πράγμα που είχε γίνει ως τότε (κάποιοι θα έλεγαν «και έκτοτε») στη μουσική: παρουσίασε για πρώτη φορά το έργο του «4′33″» το οποίο αποτελείται από 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα σιωπής –στην πραγματικότητα «σιωπή» δεν υπάρχει, απλώς ο Κέιτζ δεν είχε γράψει κάτι στην παρτιτούρα του εκτελεστή (εν προκειμένου, του πιανίστα/συνθέτη Ντέιβιντ Τιούντορ) αφήνοντας τον χρόνο των 4′33″ να γεμίσει από τους ήχους του περιβάλλοντα χώρου και του, προφανώς ξαφνιασμένου, ακροατηρίου.
Αυτό που κάνει το «4′33″» συναρπαστικό είναι η σύλληψή του: ότι κάποιος σκέφτηκε να επαναπροσδιορίσει τη μουσική από τα ίδια της τα θεμέλια –στη Σίλικον Βάλεϊ αυτό είθισται τα τελευταία χρόνια να αποκαλείται «disruption» όμως καμία από τις ιδέες που διαγκωνίζονται για τον χαρακτηρισμό δεν είναι πραγματικά «disruption» με τον τρόπο του «4′33″». Και απόδειξη γι αυτό είναι ότι το συγκεκριμένο έργο/concept δεν προκάλεσε σάλο μόνο μεταξύ των ακροατών αλλά και μεταξύ των μουσικών, των ανθρώπων δηλαδή που εξ ορισμού θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν αμέσως την αξία του.
Τα παραπάνω μου έφερε στο μυαλό (και βεβαίως τηρουμένων των αναλογιών), το «Runcible» της νέας εταιρείας Monohm: είναι η πιο disruptive πρόταση που έχω δει από τότε που ξεκίνησαν τα κινητά τηλέφωνα –πολύ πιο disruptive ακόμα και από το modular μοντέλο που εισηγούνται τα Phonebloks ή η Google. Και αυτό επειδή στέκεται αντίθετα όχι μόνο απέναντι στην «κοινή γνώμη» αλλά και σε όλους αυτούς που αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται «disruptive». Από τον σχεδιασμό του μέχρι τη λειτουργικότητά του, το –προς το παρόν πρωτότυπο- Runcible που παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη είναι ό,τι πιο αντίθετο μπορεί να σκεφτεί κανείς απέναντι στο τρέχον υπόδειγμα (όπως λέμε «paradigm») κινητού τηλεφώνου.
Το «4′33″» δεν άλλαξε τη μουσική ορατά –ούτε και το Runcible θα αλλάξει ορατά την αγορά των κινητών: η πρωτοκαθεδρία της Apple και του Android δεν πρόκειται να θιγεί, υποπτεύομαι, ούτε στο ελάχιστο, ακόμα και αν το Runcible πουλήσει ικανοποιητικά. Αυτό που βρίσκω πραγματικά συναρπαστικό είναι η πιθανότητα της δημιουργίας μιας «κυματοειδούς επίδρασης» (όπως λέμε «ripple effect») στη συνείδηση κάποιων νέων σχεδιαστών που θα συνειδητοποιήσουν ότι, αντίθετα με την πολιτική, στο χώρο της τέχνης ένας άλλος κόσμος είναι πράγματι εφικτός –η επιρροή του Τζον Κέιτζ στη μουσική που ακούμε σήμερα ακόμα δεν έχει υπολογιστεί στο σύνολό της.
Ακόμα περισσότερη σημασία έχει, πιστεύω, η ιδέα της επαν-αξιολόγησης της ίδιας της ιδέας «disruption»: όπως έγινε με τη λέξη «επανάσταση» και με τη βιομηχανία της διαφήμισης στις δεκαετίες 1960-1970 (και μέχρι και σήμερα), η λέξη έχει χάσει το νόημά της και την αξία της καθώς έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει σχεδόν τα πάντα –χωρίς πολλή υπερβολή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αντί να περιγράφει μια πραγματική ρήξη με μια υπάρχουσα κατάσταση, έχει ταυτιστεί μ’ αυτήν, έχει ενσωματωθεί δηλαδή με το «σύστημα» το οποίο καλείται να ανατρέψει. Από την άποψη αυτή είναι χρήσιμο να εμφανίζονται προτάσεις όπως το Runcible που είναι πραγματικά απολύτως διαφορετικές από αυτές που υπάρχουν: λειτουργούν σαν ένα, έστω και σύντομο, διανοητικό reboot.
(*) Απλή συνωνυμία: το γνωστό Γούντστοκ έγινε στο Μπέθελ της Νέας Υόρκης. Και παρότι υπήρξε κομβικό σημείο για την εξέλιξη της ποπ μουσικής, επιμένω ότι η σημασία του (πραγματικού) Γούντστοκ του Κέιτζ ήταν πολύ βαθύτερη.
Σχόλια