Την υποβόσκουσα κόντρα της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων έβγαλε στη δημοσιότητα η δημοσίευση μελέτης που ανέθεσε η πρώτη στην εταιρεία ερευνών Rewheel με θέμα την ανταγωνιστικότητα της δεδομένων μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας.
«Έπαθλο» ο ρυθμιστικός έλεγχος της ελληνικής τηλεπικοινωνιακής αγοράς, που αυτή τη στιγμή είναι αποκλειστικό αντικείμενο της ΕΕΤΤ. Όμως τόσο η ίδια η δημοσίευση της μελέτης όσο και οι αιχμές της μελέτης για την ΕΕΤΤ δείχνουν την πρόθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού να μπει στα «χωράφια της ΕΕΤΤ». Άλλωστε, η ρητή αναφορά μέσα στο κείμενο της μελέτης για ένα μοντέλο συμβίωσης των δύο ανεξάρτητων αρχών στην τηλεπικοινωνιακή αγορά μάλλον δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας. Ειδικότερα, προτείνεται ένα μοντέλο, όπου η ΕΕΤΤ θα είναι υπεύθυνη για τον εκ των προτέρων έλεγχο της αγοράς (κάτι που γίνεται ουσιαστικά μόνο για τα πακέτα του ΟΤΕ τα οποία πρέπει να εγκριθούν από την ΕΕΤΤ πριν την εμπορική διάθεσή τους) και η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα ελέγχει την αγορά εκ των υστέρων, όπως δηλαδή πράττει σήμερα σε άλλες αγορές όπως ο κλάδος των τροφίμων ή οι κατασκευές.
H έκθεση ανταγωνιστικότητας
Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση ανταγωνιστικότητας που εκπόνησε η φινλανδική εταιρεία Rewheel για λογαριασμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού, το κόστος των δεδομένων κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ παραμένει υπερβολικά υψηλό. Σύμφωνα με σύγκριση τιμών σε τιμολογιακά πακέτα ακόμη και τον Μάρτιο του 2020, η έκθεση δείχνει οι τιμές παροχής mobile data στην Ελλάδα ήταν αρκετές φορές υψηλότερες από αυτές αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των οποίων, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία ή η Μεγάλη Βρετανία, με την έκθεση να σημειώνει ότι «τα πιο πρόσφατα (Μάρτιος 2020) προγράμματα και εκπτώσεις που προσέφεραν οι τρεις εταιρείες, κατόπιν συναντήσεως των Διευθυνόντων Σύμβουλών τους με τον Έλληνα Πρωθυπουργό τον Δεκέμβριο του 2019 για να συζητήσουν μεταξύ άλλων τις υψηλές τιμές κινητής τηλεφωνίας, δεν άλλαξαν την εικόνα» των υψηλών χρεώσεων στη χώρα μας. Βέβαια, τα παραδείγματα που δίνει η έκθεση αφορούν αρκετές φορές τους ονομαστικούς καταλόγους, που στην πράξη δεν ακολουθούνται από τις ελληνικές εταιρείες, προσθέτοντας ωστόσο ότι ακόμα και μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων το κόστος παραμένει αρκετά υψηλό. Επιπρόσθετα, η έκθεση αμφισβητεί την επίδραση της φορολογίας στη χώρα μας, αναφέροντας ότι «αν και η φορολογική επιβάρυνση είναι μεγάλη ακόμη και χωρίς αυτή οι τιμές χρέωσης δεδομένων είναι πολύ υψηλές».
Η έκθεση εκτιμά ότι ένας τέταρτος παίκτης στην αγορά της κινητής τηλεφωνίας θα μπορούσε να βελτιώσει την εικόνα, οδηγώντας σε χαμηλότερες τιμές, σημειώνοντας ότι «η μέση τιμή των τριών μεγαλύτερων ανταγωνιστών σε χώρες με τέσσερις εταιρείες είναι πολύ μικρότερη από τη μέση τιμή των ανταγωνιστών σε αγορές με τρεις παίχτες». Ως ευκαιρία για την είσοδο ενός τέταρτου παίκτη αναφέρεται ο διαγωνισμός των δικτύων 5G, που αναμένεται να γίνει προς τα τέλη της τρέχουσας χρονιάς, προτείνοντας στις ελληνικές ρυθμιστικές αρχές να ενθαρρύνουν μια τέτοια είσοδο.
Ολόκληρη την έκθεση μπορείτε να τη βρείτε εδώ.
Η απάντηση από τις εταιρείες και την ΕΕΤΤ
Αν και αρχικά αναμενόταν, από τις ελληνικές τηλεπικοινωνιακές εταιρείες δεν είχαμε επίσημες απαντήσεις, ωστόσο κύκλοι τους σημείωναν ότι οι συγκρίσεις πραγματοποιούνται επί των ονομαστικών καταλόγων, χωρίς τις υψηλές εκπτώσεις που παρέχονται, οι οποίες αν προστεθούν αποδεικνύεται ότι το μέσο έσοδο ανά πελάτη στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα σε όλη την Ευρώπη.
Από την πλευρά της Vodafone, στελέχη της χαρακτήρισαν την έκθεση ως «ένα συνονθύλευμα από ανακρίβειες, παντελώς εσφαλμένα στοιχεία και ανεδαφικές αναφορές, που όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά παρασύρουν τον αναγνώστη σε λάθος συμπεράσματα και υπονομεύουν το ψηφιακό άλμα της Ελλάδας – και, μάλιστα, για λόγους άσχετους από την καλή λειτουργία των θεσμών της χώρας». Μάλιστα, στα σχόλιά τους σημείωναν μεταξύ άλλων τα παρακάτω σημεία:
- Η έκθεση αφήνει να εννοηθεί, ότι με τη Wind γίνεται spectrum sharing (λάθος, γίνεται active network sharing, σε καμία περίπτωση spectrum sharing)
- Μιλά για δαπάνη ανά πελάτη 60 ευρώ, ενώ το ARPU του συμβολαίου είναι 20 ευρώ!
- Απαξιώνει ως προβληματικό το sharing υποδομών, το οποίο θεωρείται best practice από την ΕΕ για την ψηφιακή ανάπτυξη και ευνοείται από τον νέο Ευρωπαϊκό Κώδικα
- Αγνοεί παντελώς ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει σύμβαση MVNO στην αγορά, και μάλιστα με ρυθμισμένες τιμές, μετά από απόφαση της ΕΕΤΤ
- Αναφέρει ότι η υψηλή φορολογία δεν επηρεάζει την τιμή, σε αντίθεση με οτιδήποτε έχει προκύψει από κάθε έγκυρη μελέτη ως σήμερα.
Ερωτηματικά δημιουργούνται και για το χρόνο που επιλέχθηκε να γίνει η παρουσίαση της έκθεσης. Κυρίως, γιατί τόσο η Rewheel όσο και η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν συμμετείχαν με προτάσεις στη δημόσια διαβούλευση για το διαγωνισμό των 5G αδειών που έληξε στα τέλη Απριλίου, ωστόσο μερικές ημέρες αργότερα επανέρχονται με πιθανά μέτρα για τη διαδικασία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η μελέτη δημοσιεύτηκε σε ένα διάστημα που υπήρχαν πολλές γκρίνιες από τους καταναλωτές για τις κακές επιδόσεις των εταιρειών ταχυμεταφορών, κλάδο που επίσης εποπτεύει η ΕΕΤΤ. Μάλιστα, για τις ανατιμήσεις στους τιμοκαταλόγους των υπηρεσιών στις εταιρείες κούριερ η ΕΕΤΤ δεν έκανε καμία κίνηση, σε αντίθεση με τις υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης.
Μία ημέρα αργότερα από τη δημοσίευση της έκθεσης ήρθε η απάντηση της ΕΕΤΤ, στην οποία αναφέρεται ότι η μελέτη εμφανίζει παράδοξα και εν πολλοίς αντιφατικά στοιχεία ενώ η μεθοδολογία που ακολουθεί είναι αμφιβόλου αξιοπιστίας όπως:
- Οι πολιτικές κοινής χρήσης υποδομής αποτελούν διεθνή τάση με στόχο τη μείωση του κόστους επενδύσεων και πρέπει να ενθαρρύνονται και προφανώς πρέπει να διευκρινίζεται αν αφορούν χρήση φάσματος, χρήση ενεργού εξοπλισμού ή απλώς παθητικό εξοπλισμό που οδηγεί και σε μείωση του αριθμού των κεραιοσυστημάτων.
- Η επιλογή των χωρών που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα αποτελούν αντιπαραδείγματα παρεμβάσεων, όπως η περίπτωση του Καναδά η οποία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μονοπωλιακής/δυοπωλιακής αγοράς.
- Η επιλογή στη σύγκριση πακέτων που δεν είναι αντιπροσωπευτικά της μέσης χρήσης στην ελληνική αγορά καθώς δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην επιβάρυνση της φορολογίας ή άλλων χαρακτηριστικών όπως η χρονική δέσμευση του συμβολαίου, η επιδότηση συσκευής ή εκπτωτική πολιτική, κλπ. Αφορά δηλαδή σε ένα πολύ μικρό μερίδιο αγοράς.
Επιπρόσθετα, σχολιάζοντας το μοντέλο συμβίωσης των δύο αρχών που προτείνει η έκθεση η ανακοίνωση της ΕΕΤΤ αναφέρει ότι το μοντέλο της «διττής της αρμοδιότητας στην αγορά των Τηλεπικοινωνιών και των Ταχυδρομείων έχει αποδειχθεί η βέλτιστη επιλογή καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων στις συγκεκριμένες αγορές περιλαμβάνουν και τις δύο παραπάνω πτυχές ενώ παράλληλα επιτρέπει τη συμπληρωματική εφαρμογή της ex ante ρύθμισης και των κανόνων περί ελεύθερου ανταγωνισμού με αποδοτικό τρόπο».
Νέα απάντηση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού
Στο θέμα επανήλθε εκ νέου η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία, απαντώντας σε δημοσιεύματα εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση.
Στο πλαίσιο των κλαδικών που έχει εκκινήσει για θέματα ανταγωνισμού στη ψηφιακή οικονομία, e-commerce και fintech, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ζήτησε την εκπόνηση μίας μελέτης για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς δεδομένων κινητού δικτύου από τη Rewheel, μία ανεξάρτητη ερευνητική και συμβουλευτική εταιρεία της Φινλανδίας που ειδικεύεται στις διεθνείς συγκρίσεις συνδεσιμότητας κινητών επικοινωνιών, στον ανταγωνισμό και στην οικονομική ανάλυση του δικτύου.
Οι παρακάτω ανεξάρτητες αρχές και υπουργεία χωρών έχουν χρησιμοποιήσει/αναφερθεί στις ερευνητικές μελέτες αγοράς και ανταγωνισμού κινητής τηλεφωνίας της Rewheel: Ο πρώην Επίτροπος ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Joaquín Almunia, η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, οι εισαγγελείς της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας, οι Εθνικές Αρχές Aνταγωνισμού του Καναδά, της Αυστραλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας, το Υπουργείο Οικονομικών της Ολλανδίας, το Υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου της Τσεχίας, η Επιτροπή Μονοπωλίων της Γερμανίας και οι Εθνικές Αρχές Τηλεπικοινωνιών του Ηνωμένου Βασιλείου, της Φιλανδίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Γερμανίας και της Ιρλανδίας.
Σκοπός της μελέτης είναι να αναλύσει, μεταξύ άλλων, και την κατάσταση όσον αφορά τις τιμές και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται στους καταναλωτές στην Ελλάδα, σχετικά με τη συνδεσιμότητα σε δεδομένα, το καύσιμο της ψηφιακής οικονομίας.
Στο πλαίσιο προώθησης πολιτικών ανταγωνισμού, το οποίο αποτελεί αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανταγωνισμού για κάθε τομέα της οικονομίας, ως η κατεξοχήν Αρχή Ανταγωνισμού στην Ελλάδα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού αξιολόγησε ότι μία τέτοια μελέτη και η δημόσια συζήτηση που θα ακολουθήσει είναι απαραίτητα, λόγω των σημαντικών επιπτώσεων σε βάθος χρόνου που μπορεί να έχει η ανταγωνιστική δομή των υπηρεσιών ευρυζωνικού κινητού δικτύου για την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας στην Ελλάδα και ειδικά του e-commerce και των νέων τεχνολογιών fintech. Η μελέτη της Rehweel εκφράζει τις απόψεις του εμπειρογνώμονα, ο οποίος επιλέχθηκε με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία αποτελείται μόνο από μέλη ειδικούς εμπειρογνώμονες στο δίκαιο και οικονομικά του ανταγωνισμού με σημαντική εμπειρία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πριν τη δημοσίευσή της, η μελέτη επίσης αξιολογήθηκε και από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, διεθνούς κύρους καθηγητές οικονομικών δικτύων και οικονομικών του ανταγωνισμού και της ψηφιακής οικονομίας από το εξωτερικό. Συνεπώς, η μελέτη πληροί κάθε κριτήριο αξιοπιστίας, κρίνοντας με αμιγώς επιστημονικούς και τεχνοκρατικούς όρους.
Η μελέτη επίσης εστιάζει σε ένα πρόβλημα που δεν είναι καινούριο, τις υψηλές τιμές στην Ελλάδα παροχής υπηρεσιών δεδομένων μέσω κινητής σύνδεσης, κάτι το οποίο έχει απασχολήσει επανειλημμένα τις ετήσιες μελέτες σύγκρισης τιμών παροχής υπηρεσιών ευρυζωνικού κινητού δικτύου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και επίσης την Ελληνική κυβέρνηση. Συνεπώς, πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόβλημα, που ασφαλώς δεν εφηύρε για πρώτη φορά η Επιτροπή Ανταγωνισμού, και το οποίο απασχολεί τους καταναλωτές εδώ και καιρό οι οποίοι κάνουν διαρκείς ερωτήσεις και παράπονα, τόσο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, όσο και στην ΕΕΤΤ (στην οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού συστηματικά τα επικοινωνεί).
Η απάντηση σε αβάσιμες αιτιάσεις έναντι της μελέτης από ορισμένους έχει δοθεί από τον συντάκτη της μελέτης, την Rewheel εδώ και η ελληνική της μετάφραση εδώ.
Σκοπός της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι, χωρίς να υπάρξει κατάσταση υπερ-ρύθμισης της αγοράς, να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, το οποίο πιστεύουμε ότι θα οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές, καλύτερη ποιότητα δικτύου και σε μεγαλύτερη βάση χρηστών κλείνοντας το ψηφιακό χάσμα, προς όφελος της καινοτομίας, των τελικών καταναλωτών, ειδικά της νέας γενιάς, αλλά και των επιχειρήσεων (εταιρειών τηλεπικοινωνιών και ψηφιακής οικονομίας γενικότερα).
Σχόλια